Διαγωνισμός Portfolio, Parallel Voices 2021

Parallel Voices 2021

 

Noemi Comi (IT)

Emilia Haar (DE)

Karoline Schneider (DE)

Alexandre Silberman (FR)

Ιωάννης Ασμής (GR)

Πολυδεύκης Ασωνίτης (GR)

Βασίλης Βασιλείου (GR)

Μάκης Μακρής (GR)

Βασιλική Στάμου (GR)


 

“Alba Lux”, Noemi Comi

 

Το Alba lux είναι ένα καλλιτεχνικό εγχείρημα που συνδυάζει έγγραφα και εννοιολογική φωτογραφία. Οι φωτογραφίες μεταμορφώνονται σε  πραγματικές συμβολικές εικόνες, αναπαράγοντας ειδυλλιακές ατμόσφαιρες και ανείπωτες πραγματικότητες. Είναι ένα διεπιστημονικό ταξίδι ανάμεσα στην πνευματικότητα και στην επιστήμη, το οποίο αρχίζει μέσα από την επίγεια πραγματικότητα και ύστερα απογειώνεται μέσα από την υπερφυσική.

Το κεντρικό θέμα του έργου αφορά “Επιθανάτιες Εμπειρίες”. Οι ΕΕ είναι μια, σε βάθος, προσωπική εμπειρία που σχετίζεται με τον θάνατο ή τον επικείμενο θάνατο, με τον οποίο οι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι μοιράζεται παρόμοια χαρακτηριστικά. Στην πραγματικότητα, αν και  έχουν καταγραφεί άνθρωποι με πολύ διαφορετικές θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις, οι εμπειρίες τους έχουν πολλά κοινά στοιχεία: την παρουσία ενός έντονου φωτός, μια αίσθηση ευτυχίας και αλλαγές στην προσωπικότητα.

Βρήκα τα υποκείμενα μέσα από κοινωνικές πλατφόρμες όπως το Facebook και μέσα από προσωπική γνώση. Στην αρχή ήταν πάρα πολύ διστακτικοί αλλά ξεκαθαρίζοντας τις προθέσεις μου τους συνάντησα.

Κάθε εμπειρία είναι διαφορετική και συνδεδεμένη με διαφορετικές θρησκευτικές όψεις. Κάποιοι το έχουν βιώσει θετικά, ενώ άλλους τους τραυμάτισε και υπέφεραν από κατάθλιψη. Κάθε ιστορία περιγράφεται από τρεις διαφορετικές φωτογραφίες: Οι δύο πρώτες θέλουν να αναπαραστήσουν το υποκείμενο και τις αλλαγές του και η τρίτη είναι μια νοητική ερμηνεία της εμπειρίας που βιώσε. Τα γραπτά που εισάγονται είναι κείμενα στα ιταλικά, απευθείας γραμμένα από τα άτομα για τις εμπειρίες τους.

 

“Saudade – How much do you miss me?”, Emilia Haar

 

Παρόμοιος με τους αντίστοιχους γερμανικούς όρους Heimat, Fernweh ή Vorfreude, ο όρος Saudade αναφέρεται σε μια συναισθηματικη κατάσταση μελαγχολίας και “κατάθλιψης”. Σχεδόν παραδειγματικά, η πορτογαλική λέξη λειτουργεί σαν ένα μοναδικό εργαλείο που κοινωνεί εγγενή συναισθήματα με τρόπο ποιητικό. Ωστόσο, εξαιτίας της βαθύτερης σημασίας αυτής της λέξης και της συναισθηματικής εμπλοκής που εμπεριέχει, καθιστά έναν παγκόσμιο ορισμό πιο περίπλοκο.

Το έργο Saudade – How much do you miss me? προσφέρει μια προσέγγιση ώστε να κάνει αυτό τον όρο πιο απτό, μέσα από το φωτογραφικό μέσο. Παρόμοιο με ένα δίπτυχο, δηλαδή ένα ζευγάρι εικόνων σαν μια παράθεση απόστασης και εγγύτητας, καθώς το παρόν και το μέλλον αναπαρίστανται ταυτόχρονα. Αναλόγως, το αντίστοιχο μέρος της εικόνας ενός περασμένου ταξιδιού, σε αυτή την περίπτωση στην Ιαπωνία, σχηματοποιεί την συμφωνία με την τρέχουσα καθημερινή ζωή, ενώ η ανάκληση ορισμένων αναμνήσεων μέσα από τη συμπλοκή με την παρουσία, δομείται μέσα από τον παράγοντα της ομοιότητας. Για παράδειγμα, αυτή η οπτική  θα μπορούσε να αναδύεται μέσα από συγκεκριμένες μορφές, χρώματα ή συνθήκες φωτισμού. Συνεπώς, η κεντρική θεματική των φωτογραφιών είναι η υποκειμενική παρατήρηση της καθημερινής ζωής, αναφορικά με την ευκαιρία να χτιστεί μια γέφυρα με το απόμακρο παρελθόν, μέσω της αναγνώρισης συναισθηματικά φθίνουσων αναλογιών. Αν και η μνήμη μπορεί να ξεθωριάζει στην πορεία του χρόνου, η ενυπάρχουσα λαχτάρα καθεαυτή παρουσιάζεται  επίμονα, ως κινητήρια δύναμη συντήρησης της ορμής για την αιωνιότητα ποικιλοτρόπως.

 

“Pears in the Afternoon”, Karoline Schneider

 

Το Pears in the Afternoon είναι μία σειρά πορτρέτων η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ του 2010 και του 2018.

Αρχικά ως καλλιτέχνης, αντάλλαξα τα πινέλα μου για την φωτογραφική μηχανή και τα χρώματά μου για την φωτοχημεία. Κατ’ αυτό τον τρόπο αναδύθηκαν οι “πίνακες” που ποτέ δεν ζωγράφισα.

Στην φωτογραφία υγρής πλάκας ανακάλυψα ένα κατάλληλο μέσο ώστε να ξεκινήσω τις φωτογραφίες μου. Εξαιτίας της ιδιαίτερα αναλογικής φύσης της, των παραμορφωτικών εφέ και του αργού φανερώματός της, η διαδικασία υγρής πλάκας προσιδιάζει αρκετά την ζωγραφική διαδικασία. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιώ την επομονομαζόμενη αντικειμενικότητα της φωτογραφίας για την ανάπτυξη της προσωπικής μου καλλιτεχνικής έκφρασης.

Το καλλιτεχνικό μου επίκεντρο είναι στο πορτραίτο, με την ευρύτερη έννοια: πάντα αναζητώ την ξεχωριστή ποιότητα του υποκειμένου μου, είτε πρόκειται για άτομο, σκηνικό αντικείμενο ή κατάσταση.

Για μένα, ποτέ δεν είναι το πορτραίτο ενός ατόμου, αλλά πρόκειται για το πορτραίτο της ανθρώπινης ύπαρξης καθαυτής.

 

“DIFFERENCES & REPETITIONS”, Alexandre Silberman

 

 «Τα εδάφη μου είναι πέραν του κατανοητού, και όχι επειδή είναι φανταστικά, αλλά αντιθέτως, επειδή είμαι στη διαδικασία σκιαγράφησής τους».

Gilles Deleuze and Felix Gattari, A Thousand Plateaus

 

Ιδρυόμενο το 1968 με σκοπό τον κατακερματισμό της «κόκκινης ζώνης» του Île-de-France, το τμήμα Seine-Saint-Denis σχηματίστηκε με τρόπο που το προσάρτησε αλλά ταυτόχρονα το απομόνωσε από το Παρίσι. Ιδεολογικά διαχωρισμένο από την ταυτόχρονη πρωτεύουσα, όπως επίσης και δημογραφικά, οικονομικά και πολιτισμικά, ενώ ήταν ακόμη «η περιφέρεια της». Σε αντίθεση με την αμετάβλητη κληρονομιά του Παρισιού, η περιοχή επιβεβαίωσε τη δική της ταυτότητα μέσω της ετερογένειας, της πολυφωνίας της και της ριζοσπαστικότητας των μεταλλάξεων της.

Καθώς πλησιάζουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2024, από τους οποίους είναι ένας από τους μεγαλύτερους διεκδικητές, το Seine-Saint-Denis βρίσκεται πιασμένο σε μνημειακά κτίρια, των οποίων η εμβέλεια έρχεται σε αντίθεση με την πραγματικότητα στο έδαφος. Πρώην τεράστιες γεωργικές πεδιάδες που έχουν γίνει η πιο εκτεταμένη βιομηχανική περιοχή στην Ευρώπη, τώρα υποφέρουν από την πρώιμη αστικοποίησή του. Το πιο κοσμοπολίτικο τμήμα, αλλά και το φτωχότερο στην ηπειρωτική Γαλλία, είναι επίσης ένα από τα νεότερα. Αντιμετωπίζοντας ένα προεξέχον παρελθόν και μια δύσκολη τρέχουσα κατάσταση, το Seine-Saint-Denis εισέρχεται στη δεκαετία του 2020 με υψηλές φιλοδοξίες για το μέλλον.

Σε μια εποχή που ένας στρατός γερανών εργάζεται στο έδαφος όσο περισσότερο μπορεί για να χτίσει ένα λαμπρό μέλλον όσο και για να θάψει ένα ενοχλητικό παρόν, είναι μια ολόκληρη περιοχή που κάνει τα στρώματά της να εμφανίζονται μπροστά μας. Γεωργικά και βιομηχανικά, φυσικά και αστικά, φτωχά και πλούσια, όλα αυτά τα ασύγχρονα στρώματα συνθέτουν ένα πολύπλοκο τοπίο, τόσο χωρικό όσο και χρονικό, που διασχίζεται από μια σταθερή ισορροπία δυνάμεων. Αυτό αντιτίθεται στη νοσηρή επανάληψη του πανομοιότυπου, της καθιερωμένης τάξης και της αποκατάστασης, της έντονης επανάληψης της διαφοράς, αυτής της ζωής που εξαφανίζεται και ξαναρχίζει.

Εδώ, το τελευταίο δεν είχε φανεί ποτέ τόσο όμορφο.

Αλλά επίσης, δυστυχώς, δεν φάνηκε ποτέ τόσο εύθραυστο.

 

“Reprocess”, Ιωάννης Ασμής

 

Αυτή η σειρά εικόνων είναι αποτέλεσμα της αγάπης μου για τη νύχτα και του ενδιαφέροντός μου να αναζητώ την ομορφιά, σε πράγματα που είναι σχεδόν νεκρά ή βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο. Ο θάνατος και ό,τι επακολουθεί είναι κάτι που αποτελεί έναυσμα για το μυαλό μου. Το έργο Reprocess είναι ένα τεκμήριο για αυτή τη μετάβαση. ΄Ενας τελευαίος χορός ή ένα νέο ξεκίνημα επισημαίνονται σε αυτή τη φωτογραφική σειρά. Ένα δέντρο που εν μέρει πεθαίνει και εν μέρει αναγεννάται, ένα παλιό μαγκωμένο κομμάτι από έπιπλο, ένας φυσητήρας, ακατέργαστα μάρμαρα που είναι έτοιμα να χρησιμοποιηθούν, όλα αποκομμένα από το περιβάλλον τους, συνιστούν μια είσοδο ή μια τελική έξοδο μιας θεατρικής σκηνής.

 

“ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ: Η πόλη της θάλασσας και του ουρανού”, Πολυδεύκης Ασωνίτης

 

Τί είναι αυτό που με τραβάει να φωτογραφίζω το Μεσολόγγι; Τί είναι αυτό που με κάνει κάθε εβδομάδα να πηγαίνω εκεί και πολλές φορές να κάθομαι μέρες στα ξενοδοχεία; Προφανώς τα γεγονότα που συνέβησαν σ΄αυτό, οι άνδρες και οι γυναίκες, οι ήρωες και οι ηρωίδες που έπεσαν για να το υπερασπιστούν. Όμως, και άλλα πολλά με κυριεύουν, όπως το απέραντο της θάλασσας, το συνεχές επίπεδο της ξηράς, οι αλυκές που διαχωρίζονται χωρισμένες σαν φωτογραφικά κάδρα, οι τεράστιες ασφαλτοστρωμένες, αλλά και χωμάτινες, διαδρομές που ενώνουν την ξηρά με τη θάλασσα.

Το κυρίαρχο στοιχείο όμως για ένα φωτογράφο είναι το γεγονός  ότι το Μεσολόγγι αποτελεί ένα τεράστιο φωτογραφικό σκηνικό που πρωταγωνιστούν ο ουρανός, η θάλασσα, ο απόλυτα ευθυγραμμισμένος ορίζοντας και οι κάτοικοί του με τις εργασίες και τις εκδηλώσεις τους.

Σ΄αυτό το σκηνικό επέλεξα εικόνες αλλά και δημιούργησα τις δικές μου, προκειμένου να αποδώσω συμβολικά αυτό που αποτέλεσε για μένα το Μεσολόγγι: γεωμετρικά αρχέγονα σχήματα, ανεμπόδιστη όραση, φυσικό σκηνικό, θάλασσα και ουρανός δίχως όρια, δίχως αρχή και τέλος. Με άλλα λόγια τοπίο και άνθρωπος συνοδοιπόροι προς την ελευθερία.

 

 

“The Voice of the Cicada”, Βασίλης Βασιλείου

 

“Αταραξία!

Το βράχο σχίζει βαθιά,

Φωνή τέττιγος.”

Matsuo Basho, Haiku  

 

Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε την καθημερινότητα, οι συνήθειες και οι συμπεριφορές ρουτίνας μαρτυρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές επιλογές. Η ανθρώπινες μεταβολές στο φυσικό περιβάλλον, οι οποίες πλαισιώνουν τις επιλογές αυτές μέσα από δομές και κατασκευασμένους τόπους, καθώς και τα αντικείμενα που συνοδεύουν την ανθρώπινη δραστηριότητα, ενεργούν διαλεκτικά, ανατροφοδοτώντας και επηρεάζοντάς μας πολύ πιο έντονα απ’ όσο νομίζουμε. Σκοπός αυτής της ανατροφοδοτικής διεργασίας μεταξύ του ανθρώπου, των δομών, των αντικειμένων και των επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών δεν είναι άλλος από την επίτευξη των ιδανικών συνθηκών, το κυνήγι μιας άνετης ζωής και, εν τέλει, μιας ευτυχίας που βρίσκεται σε σκηνές στερούμενες ηρωισμού και δραματικότητας.

 

“Η Κλεψύδρα του Οδυσσέα”, Μάκης Μακρής

 

Το παρόν φωτογραφικό έργο αποτελεί ένα σύνολο από θραύσματα εικόνων μέσω της φωτογραφικής αποτύπωσης στιγμιότυπων κι επιλεγμένων σκηνών,  υπό την πολύωρη διαδικασία  παρακολούθησης διαφόρων τηλεοπτικών προβολών, κάτω από ιδιάζουσες για την συνήθη καθημερινότητά μου συνθήκες.  Πρόκειται για  ένα προσωπικό αλληγορικό αφήγημα του οποίου έμπνευση υπήρξε το ομηρικό έπος, Οδύσσεια.

Η «Κλεψύδρα του Οδυσσέα» επιχειρεί την οπτικοποίηση όλων των συναισθηματικών μεταπτώσεων που διενεργούνται κατά την διάρκεια του δύσκολου και γεμάτου αμφίβολες εκβάσεις, ταξιδιού μας στον κόσμο. Η αέναη εσωτερική πάλη είναι συνεχής και αμφίρροπη. Οι θετικές σκέψεις, τα όνειρα και οι επιθυμίες αντιμάχονται τους φόβους και την αγωνία, τόσο για αυτά που έχουν ήδη τελεστεί, όσα και για τα μελλούμενα. 

Τους στόχους που θέτουμε στο ξεκίνημα της ζωής μας συχνά διαδέχονται οι ανατροπές και οι αποτυχίες, καθώς τα χρόνια μετατρέπονται σε μία διαρκή περιπέτεια επιβίωσης.

Ωστόσο ο Χρόνος που μας απομένει είναι γεμάτος ελπίδες για την αποκατάσταση των ψυχολογικών ισορροπιών μέσα μας, ώστε να οδηγηθούμε τελικά στην εξιλέωση.

 

 

“ΑΡΚΕΤΑ ΚΑΛΗ ΜΗΤΕΡΑ”, Βασιλική Στάμου

Μητέρα. Αρκετά καλή.

Είναι ένα έργο μέσα από το οποίο θέλω να προσεγγίσω την σχέση μητέρας και κόρης, μιας σχέσης σημαντικής, πολύπλευρης, καθοριστικής και αδιαπραγμάτευτης. Αφετηρία αυτής της φωτογραφικής αποτύπωσης στάθηκε η προσωπική μου αναζήτηση και η αυθόρμητη μελέτη της δικής μου σχέσης με τη μητέρα μου. Κάθε εικόνα είναι μία διάσταση  αλήθειας της κάθε σχέσης μητέρας και κόρης. Στο σύνολό τους προσεγγίζουν την πολυδιάστατη και πολύπλοκη, δική μου σχέση με τη μητέρα μου.
Ο Winnicott εισήγαγε την έννοια της αρκετά καλής μητέρας, αυτής που καλύπτοντας τις βασικές ανάγκες του παιδιού της, αλλά όχι όλες του τις ανάγκες, του επιτρέπει να αυτονομηθεί. Το καθιστά ώριμο και αυτάρκες στην ενηλικίωση. Ούτε λίγη, ούτε πολύ καλή.
Κάθε μάνα πρέπει να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα του δικού της παρελθόντος και να αναμετρηθεί μαζί τους και με ειλικρινή αγάπη προς το παιδί της, μπορεί να βρει την ισορροπία μεταξύ της οριοθέτησης της συμπεριφοράς της και της τρυφερότητας προς αυτό.
Τίποτα σ’ αυτή την σχέση δεν είναι αυταπόδεικτο και καθορισμένο από την αρχή. Η σχέση αυτή είναι ζωντανή, μεταβάλλεται ανάλογα με τις συνθήκες αλλά είναι πάντα «εκεί». Είναι ένας κύκλος ζωής που η μητέρα είναι κόρη, η κόρη γίνεται μητέρα. Πρωταγωνιστικοί ρόλοι στη ζωή μιας γυναίκας.
Η εσωτερική αυτή αναζήτηση με ώθησε στο  να επισκέπτομαι γυναίκες που συνδέονται με τη σχέση μητέρας και κόρης στα σπίτια τους και να τις φωτογραφίζω όπως καθρεφτίζονται στα δικά μου μάτια, περιπλέκοντας μια ονειρική πραγματικότητα και ισορροπώντας ανάμεσα στην «αλήθεια» τους και στη δική μου προσωπική φαντασία.